- προεισδέω
- Α1. εμπλέκω κάποιον σε προηγούμενους δεσμούς2. (η μτχ. αρσ. παθ. παρακμ. στον πληθ.) οἱ προεισδεδεμένοιαυτοί που είναι συνδεδεμένοι με προηγούμενες συμμαχίες («χάριν τοῡ γνῶναι πάντας ὑμᾱς διότι καὶ μὴ προεισδεδεμένους... μᾱλλον Αἰτωλοῑς ὑμᾱς... ἐχρῆν συμμαχεῑν», Πολ.).[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + εἰς + δέω «δένω, συνδέω»].
Dictionary of Greek. 2013.